- γογγυσμός
- ο (AM γογγυσμός) [γογγύζω]1. βογγητό2. παράπονο, γκρίνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γογγυσμός — murmuring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσμός — ο 1. το βογκητό, ο στεναγμός: Ο γογγυσμός του ακουγόταν σε όλο το σπίτι. 2. η διαμαρτυρία, το παράπονο, η γκρίνια: Παρά τους γογγυσμούς του λαού για τις αυξήσεις των τιμών, η κατάσταση δεν άλλαξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γογγυσμοί — γογγυσμός murmuring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσμοῦ — γογγυσμός murmuring masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσμούς — γογγυσμός murmuring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσμῶν — γογγυσμός murmuring masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσμῷ — γογγυσμός murmuring masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γογγυσμόν — γογγυσμός murmuring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HELLENISTAE — nonnullis dicti sunt Iudaei, per Graeciam dispersi. Cum enim Hebraei partim in Palaestina degerent, et Hebraeo textu uterentur: Partim extra Palaestinam variis in locis, Graecia inprimis, morarentur, et Septuaginta Interpretum versionem Graecam… … Hofmann J. Lexicon universale
γογγίζω — γογγισμός κ.λπ. βλ. γογγύζω, γογγυσμός κ.λπ … Dictionary of Greek